καταυλώ

καταυλώ
καταυλῶ, -έω (Α)
(επιτ. τ. τού αυλώ*)
1. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον παίζοντας αυλό ή τραγουδώντας
2. παίζω στον αυλό
3. κάνω έναν τόπο να αντηχεί από τον αυλό
4. γεμίζω κάτι με φόβο
5. παθ. καταυλοῡμαι, -έομαι
α) διασκεδάζω ακούγοντας τη μουσική τού αυλού («διαζῶ μεθύων καὶ καταυλούμενος», Πλάτ.)
β) υποτάσσομαι, καταπραΰνομαι κάτω από την επίδραση τής μελωδίας τού αυλού
γ) αντηχώ από τη μουσική τού αυλού
δ) μτφ. γίνομαι περίγελος, γελοιοποιούμαι
ε) έχω παιχθεί με τη συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αὐλῶ «παίζω τον αυλό» (< αὐλός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταυλῶ — καταυλέω charm by flute playing pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταυλέω charm by flute playing pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταυλέω charm by flute playing pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταυλέω charm by flute playing …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταύλησις — καταύλησις, ἡ (Α) [καταυλώ] 1. το παίξιμο τού αυλού 2. το να θέλγει ή να θέλγεται κανείς με τον αυλό …   Dictionary of Greek

  • προκαταυλώ — έω, Α 1. καταπραΰνω κάτι με αύληση εκ τών προτέρων 2. γεν. καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταυλῶ «τέρπω, καταπραΰνω παίζοντας αυλό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”